ψώμισμα

Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A morsel, Democrat. ap. Arist.Rh. 1407a7, Plu.Rom.2 (pl.), dub. l. in POxy.1088.39.

German (Pape)

[Seite 1406] τό, ein Bissen, ein Mundvoll; Arist. rhet. 3, 4; im plur. Plut. Rom. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ψώμισμα: τό, ὡς τὸ ψωμός, τεμάχιον ἄρτου, βλωμός, «βουκιά», τροφή, Ἀριστ. Ρητ. 3. 4, 3, Πλουτ. Ρωμ. 27. - παρὰ Βυζ. ὡσαύτως ψωμισμός, ὁ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
morceau, bouchée.
Étymologie: ψωμίζω.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ ψωμίζω
μπουκιά ψωμιού και, γενικά, τροφής.