χρυσώνης

Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A financial officer in Egypt, PBremen 83 iii4(iv A. D.), PLips.62i2, al. (iv A. D.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

χρυσώνης: (;) ἐλέγετο ὃς ἐπὶ χρυσῷ ἐβρενθύετο, Σωφρ. Ἱεροσ. ἐν Spicil. Bom. τ. ΙΙΙ σ. 211.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
τίτλος αξιωματούχου τών οικονομικών υπηρεσιών στην Αίγυπτο
μσν.
ως επίθ. αυτός που καμαρώνει για το χρυσάφι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. τελ-ώνης].