χρυσάφι

From LSJ

ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάριςevery inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. ο χρυσός
2. (κατ' επέκτ.) πλούτος («δεν θέλω παλάτια και χρυσάφια εγώ!», Καρκβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + υποκορ. κατάλ. -άφι(ον) (πρβλ. χωράφι)].