χρυσοστήμων

Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A woven with gold, χιτῶνες Lyd.Mag.3.64.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοστήμων: -ον, ὑφασμένος μὲ χρυσόν, χρυσοΰφαντος, Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχ. 3. 64.

Greek Monolingual

-ον, Α
χρυσοΰφαντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + στήμων «στημόνι του αργαλειού»].