χρυσοΰφαντος

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816

German (Pape)

[Seite 1382] aus, mit Gold gewirkt, durchwirkt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοΰφαντος: -ον, ἐνυφασμένος μὲ χρυσόν, Δαμασκ. ΙΙΙ, 649C, Κ. Πορφυρογ. Ἔκθ Βασ. Τάξ. 24, 6.

Greek Monolingual

-η, -ο / χρυσοΰφαντος, -ον, ΝΜ
υφασμένος με χρυσές κλωστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ύφαντος (< ὑφαντός < ὑφαίνω), πρβλ. κροκύφαντος, καλοΰφαντος].