αδαμαντοδέτης
Greek Monolingual
ο
τεχνίτης που δένει, που προσαρμόζει διαμάντια σε πολύτιμο κόσμημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αδάμας + δέτης.
ΠΑΡ. αδαμαντοδεσία].
ο
τεχνίτης που δένει, που προσαρμόζει διαμάντια σε πολύτιμο κόσμημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αδάμας + δέτης.
ΠΑΡ. αδαμαντοδεσία].