-η, -ο βραστός1. αυτός που δεν έχει βραστεί, ωμός2. αυτός που δεν έχει βράσει αρκετά, μισοβρασμένος3. (για τον μούστο) αυτός που δεν έχει υποστεί ζύμωση.