βραστός
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ βραστός, -ή, -όν)
βράζω
1. αυτός που έχει βράσει μέσα σε νερό, βρασμένος
2. (για μέταλλο) πυρακτωμένος, λειωμένος
νεοελλ.
Ι. 1. πολύ θερμός, ζεματιστός
2. (για οίνο) εκείνος που έχει υποστεί ζύμωση
II. το ουδ. ως ουσ. βραστό, το
1. κρέας βρασμένο
2. αφέψημα φυτών (χαμομήλι, φασκόμηλο κ.λπ.)
3. ζέστη, κάψα
4. θέρμη, ζωντάνια.