αγγουρομάνα

Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
αγγούρι που αφήνεται να αναπτυχθεί και να ωριμάσει για την παραγωγή σπόρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγούρι + παραγ. κατάλ. -μάνα. Το β΄ συνθετ. με μεγεθυντική σημασία].