αγγουρομάνα

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source

Greek Monolingual

η
αγγούρι που αφήνεται να αναπτυχθεί και να ωριμάσει για την παραγωγή σπόρου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγγούρι + παραγ. κατάλ. -μάνα. Το β΄ συνθετ. με μεγεθυντική σημασία].