ακάλεστος

Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀκάλεστος) καλῶ
1. εκείνος που δεν τον έχουν προσκαλέσει σε γάμο, γεύμα, γιορτή
«ακάλεστος στον γάμο»
2. όποιος πηγαίνει απρόσκλητος σε γάμο, γεύμα, γιορτή
«τον ακάλεστο στον γάμο κάτω κάτω τον καθίζουν».