Δελφίδιος

English (LSJ)

Dor., = Δελφίνιος, SIG712.13 (Cnossus).

Spanish (DGE)

-ω, ὁ
Delfidio epít. de Apolo en Cnoso ICr.1.8.10.8 (III/II a.C.), 12.46 (II a.C.), 1.16.3.17 (II a.C.).

Greek Monolingual

Δελφίδιος, ο (Α)
ο Δελφίνιος (Απόλλων).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < δελφίς. Δωρ. τ. του επιθ. Δελφίνιος (βλ. δελφίνιο)].