Κέλτες
Greek Monolingual
οι (Α Κέλται και Κελτοί, θηλ. Κελτίδες)
ως κύρ. όν. ομάδα λαών ινδοευρωπαϊκής καταγωγής που ξεχώρισαν από τις ινδοευρωπαϊκές ομάδες κατά τις αρχές της 2ης π.Χ. χιλιετίας, εξαπλώθηκαν σε διάφορα σημεία της Ευρώπης (Βρετανία, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία κ.λπ.), αναμίχθηκαν με άλλους λαούς, δημιούργησαν ιδιότυπο πολιτισμό και υποτάχθηκαν τελικώς κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα στους Ρωμαίους, οι οποίοι τους ονόμαζαν Γαλάτες
νεοελλ.
ως προσηγ. οι κέλτες
λίθινα εργαλεία της παλαιολιθικής εποχής με σχήμα σφηνοειδές ή αμυγδαλοειδές, που βρέθηκαν σε διάφορα μέρη της Ευρώπης και θεωρήθηκαν ως όπλα τών Κελτών, απ' όπου και πήραν την ονομασία τους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < λατ. Celtae].