Κειτούκειτος

English (LSJ)

ὁ, comic name of a Gramm., who asked respecting every dish—κεῖται ἢ οὐ κεῖται; (cf. κεῖμαι v.5) Ath.1.1e.

Greek (Liddell-Scott)

Κειτούκειτος: ὁ, κωμικὸν ὄνομα τοῦ Γραμματικοῦ Οὐλπιανοῦ, ὅστις νόμον εἶχε μηδενὸς φαγητοῦ ἀποτρώγειν πρὶν ἐρωτῆσαι·‒ κεῖται ἢ οὐ κεῖται; (πρβλ. κεῖμαι V. 7), Ἀθήν. 1Ε.

Greek Monolingual

Κειτούκειτος, ὁ (Α)
κωμικό όνομα του γραμματικού Ουλπιανού, ο οποίος συνήθιζε να μην τρώγει κανένα φαγητό αν δεν ρωτούσε «κεῖται ἤ οὐ κεῖται;» Αθήν..
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < φρ. κεῖται ἤοὐ κεῖται;].