Κισσεύς: ὁ, ὁ κισσῷ ἐστεμμένος, ὁ Βάκχος, Παυσ. 1. 31, 6, Σουΐδ.· ― ὡσαύτως ὁ Ἀπόλλων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 394.
Κισσεύς: έως ὁ Кисеей (царь Фракии, отец Гекубы) Eur.