Λάμπος

English (LSJ)

ὁ, one of the horses of Eos, Bright, Od.23.246; cf. Φαέθων.

Greek (Liddell-Scott)

Λάμπος: ὁ, εἷς τῶν ἵππων τῆς Ἠοῦς, = ὁ Λαμπρός, Ὀδ. Ψ. 246· πρβλ. Φαέθων.

English (Autenrieth)

(1) son of Laomedon, father of the Trojan Dolops, Il. 3.147, Il. 15.526.—(2) name of one of the steeds of Eos, Od. 23.246.—(3) one of Hector's horses, Il. 8.185.

Greek Monotonic

Λάμπος: ὁ, ένα από τα άλογα της Ηούς, ο Λαμπρός, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

Λάμπος, ὁ,
one of the horses of Aurora, bright, Od.