Λιμνήσιος
English (LSJ)
ὁ, Laker, name of a frog, v.l. in Batr.223.
Russian (Dvoretsky)
Λιμνήσιος: ὁ Лимнесий, «Болотник» (имя лягушки) Batr.
Greek (Liddell-Scott)
Λιμνήσιος: ὁ, ὁ ἐκ λίμνης, ὄνομα βατράχου ἐν τῇ Βατραχομ. 221.
Greek Monotonic
Λιμνήσιος: ὁ, αυτός που προέρχεται από λίμνη, όνομα βατράχου, σε Βατραχομ.