Μνημώ

English (LSJ)

οῦς, ἡ, = Μνημοσύνη (Mnemosyne), Orph.Fr.203.

Greek Monolingual

Μνημώ, ἡ (Α)
η μητέρα τών Μουσών, η Μνημοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μνήμων + κατάλ. -ώ (πρβλ. λεχώ)].