Νειλαῖος

English (LSJ)

α, ον, from the Nile, Μοῦσα AP6.321 (Leon. Alex.), v.l. for Νειλῷος in Ath.7.312a: Νειλαῖα, τά, festival of the Nile, BGU362 XV II (iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

Νειλαῖος: -α, -ον, ὁ ἐκ τοῦ Νείλου, Ἀνθ. Π. 6. 321, πρβλ. Ἀνθ. 312Α (διάφ. γραφ. -ῷος)· πρβλ. Νειλῷος.

Russian (Dvoretsky)

Νειλαῖος: досл. нильский, перен. египетский (Μοῦσα Anth.).