Νῦσα
English (LSJ)
ης, ἡ,
A Nysa, name of several mountains sacred to Dionysus, h.Hom.26.5, etc.:—Adj. Νύσιος [ῡ], α, ον, h.Cer.17, S.Aj.699 codd. (lyr.) (ν., ὁ, = κισσός, Ps.-Dsc.2.179); Νῡσήϊος, Ar.Ra.215 (lyr.):—fem. Νῡσᾱΐς, ΐδος, Str.12.8.17; Νῡσαῖοι, οἱ, inhabitants of N., Id.15.1.8.
II νύσα, ἡ, = δένδρον, Pherecyd.178 J.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
Nysa, n. de diverses villes de Carie, de Béotie, etc.
Russian (Dvoretsky)
Νῦσα: ион. Νύση ἡ Ниса
1 название неизвестных нам городов в Беотии, Фракии, Каппадокии и др. Hom.;
2 город в Эфиопии Her.;
3 гора, на которой провел свое детство Вакх Soph., Eur., Xen.
Greek (Liddell-Scott)
Νῦσα: -ης, -ἡ, ὄνομα πολλῶν πόλεων καὶ τόπων ἀφιερωμένων εἰς τὸν Διόνυσον, Διόδ. 3, 70, Στέφ. Βυζάντιος ἐν λέξει, κλ.· - ἐπίθ. Νύσιος, α, ον, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 17, Σοφ. Αἴ. 700· Νυσήιος Ἀριστοφ. Βάτρ. 215· θηλ. Νυσαΐς, ΐδος, Στράβ. 579, κτλ.· - τὸ ἐθνικὸν οἱ Νυσαῖοι, 687, καὶ Νυσεὺς Στέφ. Βυζάντ.
Greek Monotonic
Νῦσα: -ης, ἡ, όνομα ποικίλων λόφων, πολλών πόλεων και τόπων αφιερωμένων στον Βάκχο, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.· επίθ. Νύσιος[ῦ], -α, -ον, στο ίδ.· Νῦσήϊος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
Νῦσα, ης, ἡ,
name of several hills sacred to Bacchus, Hhymn., etc.;—adj. Νύσιος, η, ον, Hhymn.; Νυσήιος, Ar.