Περγαμία

English (Slater)

Περγᾰμία v. Πέργαμος. εἷλε δὲ Περγαμίαν (sc. Ἡρακλέης) (I. 6.31)

Russian (Dvoretsky)

Περγᾰμίᾱ: ἡ Pind. = Πέργαμον.