Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
Πιλάτος
Greek Monolingual
ο, Ν 1. ο Ρωμαίοςεπίτροπος της Ιουδαίας που παρέδωσε τον Χριστό στον σταυρικό θάνατο 2.ως προσηγ.καθετί που ενοχλεί ή ταλαιπωρεί (α. «σταμάτα τον αυτό τον πιλάτο» β. «άρχισε πάλι ο πιλάτος στο δόντι μου»). [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ< κύριο όν. Πιλᾶτος].