Πριέπιος

English (LSJ)

(sc. μήν), ὁ, a month in Bithynia, prob. in Hemerolog.Flor.

Greek Monolingual

και Πριέτειος και Πριέτηος, ὁ, Α
ονομασία μήνα στη Βιθυνία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Πρίετος ή Πρείετος, θεός στη Βιθυνία. Η λ. Πριέπιος πιθ. από σύγχυση τών τ. Πρίετος και Πρίαπος.