Πρυμνεύς

Greek (Liddell-Scott)

Πρυμνεύς: ὁ, ὁ πηδαλιοῦχος, ὄνομα Φαίακός τινος ἐν Ὀδυσσείας Θ. 112· ἐκ τοῦ πρύμνα, ὡς ἅπαντα σχεδὸν τὰ ὀνόματα αὐτῶν ἔχουσι σχέσιν πρὸς τὰ πλοῖα, πρβλ. Πρῳρεύς.

English (Autenrieth)

a Phaeacian, Od. 8.112†.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(στην Οδ.) όνομα ενός Φαίακος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < πρύμνη + κατάλ. -εύς].

Greek Monotonic

Πρυμνεύς: ὁ, πηδαλιούχος, όνομα ενός Φαίακα, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

Πρυμνεύς, έως, ὁ,
steersman, name of a Phaeacian, Od.