ή, όν, of Sardes.
-ή, -όν, Α Σαρδιανόςαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σαρδιανό ή στις Σάρδεις («ἵνα μή σε βάψω βάμμα Σαρδιανικόν», Αριστοφ.).
Σαρδιᾱνικός: сардский Arph.