Σαρδιανικός

English (LSJ)

ή, όν, of Sardes.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α Σαρδιανός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σαρδιανό ή στις Σάρδεις («ἵνα μή σε βάψω βάμμα Σαρδιανικόν», Αριστοφ.).

Russian (Dvoretsky)

Σαρδιᾱνικός: сардский Arph.