βάμμα
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
English (LSJ)
-ατος, τό, (βάπτω)
A that in which a thing is dipped, dye, Pl.Lg. 956a; βάμμα Σαρδιανικόν, Κυζικηνικόν, v. βάπτω 1.2: in plural, διάφορα β. POxy.914.7 (v A. D.); β. λευκώματος a whitish tinge, Arist.Phgn. 813a28.
II sauce, Nic.Th.622, cf. Hsch. s.v. βάμβα.
III = ὄα, AB362.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1tintura, tinte βάμματα δὲ μὴ προσφέρειν ἀλλ' ἢ πρὸς τὰ πολέμου κοσμήματα Pl.Lg.956a, διάφορα βάμματα POxy.914.7 (V d.C.), cf. PMich.160.7, 13 (IV/V d.C.), β. Σαρδιανικόν tinte de Sardes de color rojo, ref. a la sangre, Ar.Ach.112, Pax 1174, β. Κυζικηνικόν tinte de Cízico de color amarillo, ref. a los excrementos, Ar.Pax 1176
•color que da el tinte βάμμα λευκώματος tinte blanquecino Arist.Phgn.813a28
•de tejidos σκῦλα βαμμάτων Σισαρα telas de colores como botín para Sísara LXX Id.5.30, ἐπ' ἀμφιέσμασιν καὶ βάμμασιν Fauorin.de Ex.18.18, τὰ βάμματα telas teñidas D.Chr.77/78.4, Hsch.
2 en pintura pigmento οἱ γραφεῖς ἀνθηρὰ χρώματα καὶ βάμματα μιγνύουσιν Plu.2.54e.
II vinagre εἰ δὲ σύ γε τρίψας ὀλίγῳ ἐν βάμματι κάμπην Nic.Th.87, cf. 622, ἐν βάμματι τήξας Nic.Al.369, de una mezcla de miel y vinagre ἐν βάμματι σίμβλων Nic.Al.49.
III bot. sorbo, Sorbus domestica, AB 362.
German (Pape)
[Seite 431] τό, Alles, worin etwas eingetaucht wird, bes. Farbe, Plat. Legg. XII, 956 a; Brühe, Nic. Th. 622 u. öfter; βάμμα.Σαρδιανικόν, sardinische Purpurfärberei, kom. von einem blutig Geschlagenen, Prügelsuppe, Ar. Ach. 112.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
teinture.
Étymologie: βάπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βάμμα -ατος, τό βάπτω waar je iets in doopt: verf(bad), tint:. ἵνα μή σε βάψω βάμμα Σαρδιανικόν opdat ik je niet Sardisch rood verf (nl. door te slaan) Aristoph. Ach. 112.
Russian (Dvoretsky)
βάμμα: ατος τό
1 красящее вещество, краситель, краска (χρώματα καὶ βάμματα Plut.): β. Σαρδιανικὸν βάψαι τινά ирон. Arph. окрасить кого-л. в сардинскую краску, т. е. избить до крови;
2 крашеная ткань Plat.;
3 окраска, цвет (β. λευκώματος Arst.).
Greek Monolingual
το (AM βάμμα) βάπτω
χρωστική ουσία, βαφή
μσν.- νεοελλ.
βαμμένη τούφα από μαλλί
νεοελλ.
διάλυμα ουσίας σε αιθυλική αλκοόλη ή σε μίγματα αιθυλικής αλκοόλης και νερού, και αιθυλικής αλκοόλης και αιθέρα
μσν.
χρωματισμός, χρώμα
αρχ.
1. το υγρό παρασκεύασμα μέσα στο οποίο βάφεται κάτι, η βαφή
2. είδος σάλτσας
3. η ούγια του υφάσματος.
Greek Monotonic
βάμμα: -ατος, τὸ (βάπτω), υλικό μέσα στο οποίο βυθίζεται κάτι, βαφή, χρώμα, σε Πλατ.· βλ. βάπτω.
Greek (Liddell-Scott)
βάμμα: τὸ, (βάπτω) ἐκεῖνο, ἐν ᾧ τι βάπτεται, βυθίζεται, βαφή, χρῶμα, Πλάτ. Νόμ. 956Α · βάμμα Σαρδιανικόν, Κυζικηνικόν, ἴδε βάπτω 1. 2 · ― β. λευκώματος, λευκὴ βαφή, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 49. ΙΙ. ἔμβαμμα (σάλτσα), καρύκευμα, Νίκ. Θ. 622, κτλ.
Middle Liddell
βάπτω
that in which a thing is dipped, dye, Plat., v. βάπτω I. 3.