Σεβάσμιος
English (LSJ)
Σεβάσμιον, Vett.Val.242.26, also ος, α, ον ib.14, Hdn.7.5.3: (σέβας):—
A reverend, venerable, august, Plu.2.764b, Luc.Am.19, etc.; τὸ σ. Orph.H.27.10; τὸ πρὸς θεοὺς σ. reverence for... Hdn.2.10.2. Adv. σεβασμίως Ptol.Ascal. p.395 H.
II as epithet of the Roman Emperor, = Σεβαστός, Augustus, SIG834.6 (Sup., ii A.D.), Hdn.2.3.3 (v.l. σεβαστόν) οἱ Σεβασμιώτατοι Καίσαρες CPR37.15 (iii A.D.); σ. ὅρκος, oath taken by the genius of the Emperor, PSI1.40.19 (ii A.D.), etc.
2 Σεβάσμια, τά, games in honour of the Emperor, IG3.129 (iii A.D., in form Σεβάσμεια, but perhaps rather Σεβασμεῖα, contr. from Σεβασμιεῖα); also on coins, Head Hist.Num.2717,784.