Σμυρναϊκός

English (LSJ)

v. Σμύρνα.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. Σμυρναῖος.
Étymologie: Σμύρνα.

Russian (Dvoretsky)

Σμυρναϊκός: Luc. = Σμυρναῖος I.