Σμύρνα
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
Ion. Σμύρνη, ἡ, Smyrna, in Ionia, Hom.Epigr.4.6, Mimn.9.6 (where it is called Aeolic, cf. Hdt.1.149):—Σμυρναῖος, Σμυρναῖα, Σμυρναῖον = of Smyrna, Smyrnaian, inhabitant of Smyrna, of Smyrna, Pi.Fr.204; Σμυρναϊκός, Σμυρναϊκή, Σμυρναϊκόν, Dorio ap.Ath.7.319d, etc.—In Inscrr. and Coins freq. written Ζμύρνα, Ζμυρναῖος, IG3.128.14, IGRom.4.1545 (Erythrae), Head Hist.Num. p.593.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
Smyrne, ville d'Ionie.
Étymologie: σμύρνα.
English (Strong)
the same as σμύρνα; Smyrna, a place in Asia Minor: Smyrna.
Greek Monotonic
Σμύρνα: Ιων. -νη, ἡ, Σμύρνη, πόλη της Ιωνίας, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
Σμύρνα: эп.-ион. Σμύρνη ἡ Смирна
1 главный город Ионии, на берегу Смирнейского залива Hom., Her.;
2 дочь кипрского царя Кинира Pind.