Σμυρναῖος
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
of Smyrna, Smyrnaian, inhabitant of Smyrna; v. Σμύρνα.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Smyrne ; οἱ Σμυρναῖοι HDT les habitants de Smyrne.
Étymologie: Σμύρνα.
English (Slater)
Σμυρναῑος an inhabitant of Smyrna. καὶ λιπαρῷ Σμυρναίων ἄστει (Boeckh: Σμυρναίῳ codd.) fr. 204. cf. test., s. v. Ὅμηρος fr. 264.
English (Strong)
from Σμύρνα; a Smyrnæan: in Smyrna.
English (Thayer)
Σμυρναίου, ὁ, ἡ, of or belonging to Smyrna, an inhabitant of Smyrna: (Pindar, Herodotus.))
Greek Monotonic
Σμυρναῖος: -α, -ον, αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από τη Σμύρνη, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
Σμυρναῖος: Σμύρνα 1] смирнейский Pind.
II ὁ уроженец или житель города Σμύρνα Her.
Middle Liddell
Σμυρναῖος, η, ον
of Smyrna, Pind.
Chinese
原文音譯:Smurna‹oj 士祕而乃哦士
詞類次數:專有名詞(1)
原文字根:沒藥
字義溯源:士每拿人,士每拿的;源自(Ζμύρνα / Σμύρνα2)=士每拿),而 (Ζμύρνα / Σμύρνα2)出自(σμύρνα1)=沒藥), (σμύρνα1)又出自(μύρον)*=沒藥)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 士每拿(1) 啓2:8