Σῖμος

English (LSJ)

ὁ, pr. n.
A Flat-nose, Call.Epigr.49, etc.; used as name of a Satyr, Kretschmer Griech. Vaseninschr.pp.63,64:—Σιμύλος is a dim. form.
II an unknown fish, Opp.H.1.170, Artem.2.14, Ath.7.312b.

Greek (Liddell-Scott)

Σῖμος: ὁ, ἀρσεν. κύριον ὄνομα, ὁ ἔχων τὴν ῥῖνα σιμήν, Πλακομύτης, Ἀνθ. Π. 6. 310, κ. ἀλλ., (ἔνθα ὁ τονισμὸς Σίμος εἶναι πλημμελής)· ― κεῖται εἰς δήλωσιν Σατύρου, Συλλ. Ἐπιγρ. 7417, -59, -60, κ. ἀλλ.· Σίμυλος εἶναι τύπος ὑποκοριστικός. ΙΙ. εἶδος θύννου ἢ ἄλλου τινὸς ἰχθύος, Ὀππ. Ἁλ. 1. 170.

Greek Monotonic

Σῖμος: ὁ, αρσ. κύριο όνομα, Πλακουτσομύτης, σε Ανθ.

Middle Liddell

Σῖμος, ὁ,
masc. prop. n. flat-nose, Anth.