Τερψιχόρα

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Terpsichore, muse de la danse et du chant.
Étymologie: τέρπω, χορός.

English (Slater)

Τερψῐχόρα the muse of dancing. οὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μελιφθόγγου ποτὶ Τερψιχόρας μαλθακόφωνοι ἀοιδαί (I. 2.7)

Russian (Dvoretsky)

Τερψιχόρα: ион. ΤερψιχόρηТерпсихора (муза пляски и хороводов) Hes., Pind., Plat.