Τυρινή

Greek Monolingual

η, ΝΜ
(ενν. εβδομάδα) η Τυροφάγος («τὸ σάββατον τῆς Τυρινῆς», Άνν. Κομν.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. επιθέτου τυρ-ινός < Τυρός + κατάλ. -ινός (πρβλ. βοδινός)].