άβραστος

Greek Monolingual

-η, -ο βραστός
1. αυτός που δεν έχει βραστεί, ωμός
2. αυτός που δεν έχει βράσει αρκετά, μισοβρασμένος
3. (για τον μούστο) αυτός που δεν έχει υποστεί ζύμωση.