ἄγκος, το (Α)οτιδήποτε είναι καμπύλο ή κοίλο και συνεκδοχικά ορεινή κοιλάδα, φαράγγι.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < από ρίζα ἀγκ-, όπως και το ἀγκύλος].