(I)ἄγρευμα, το(Α) ἀγρεύω1. αυτό που πιάστηκε σε κυνήγι, θήραμα, λεία, λάφυρο2. το μέσο με το οποίο θηρεύεται κάτι, κυνηγετικό δίχτυ.(II)ἄγρευμα, το(Α) ἀγρόςστον πληθ. τὰ ἀγρεύματαο αγρός που πρόσφατα ξεχερσώθηκε.