άειλος

Greek Monolingual

ἄειλος, -ον (Α)
αυτός που δεν θερμαίνεται από τον ήλιο, ο ανήλιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + εἵλη (= η θερμότητα του ήλιου)].