άθλος

Greek Monolingual

ο (Α ἆθλος και ασυναίρετο ἄεθλος)
επίμοχθη προσπάθεια, κατόρθωμα, φρ. «οἱ ἆθλοι τοῦ Ἡρακλέους») (νεοελληνικά λέγεται και ειρωνικά)
αρχ.
1. αγώνας, άμιλλα για βραβείο
2. βραβείο σε αγώνα, έπαθλο
3. φρ. «ἆθλος πρόκειται», ορίζεται αγώνας
«ἆθλον προτίθημι», ορίζω αγώνα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄεθλος, από το αρσ. επιθ. ἄεθλος, που χρησιμοποιήθηκε ως ουσιαστικό, με συναίρεση προέκυψε ο τ. ἆθλος, ο.
ΠΑΡ. αθλούμαι μσν. ἀθλοσύνη.
ΣΥΝΘ. μσν. ἀθλονίκης, νεοελλ. αθλομανής, αθλοπαιδιά].