-η, -ο (Α ἄκηπος, -ον) κῆποςαυτός που δεν έχει κήποαρχ.φρ. «κῆπος ἄκηπος», κήπος που δεν αποδίδει καρπούς (πρβλ. «δώρο άδωρο»).