ἄκηπος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 72] κῆπος, ein Garten, der kein Garten zu nennen ist, Greg. Naz.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκηπος: -ον, ἄνευ κήπου· κῆπος ἄκηπος, Γρηγ. Ναζ.
Spanish (DGE)
-ον que no puede llamarse jardín κῆποι Gr.Naz.Ep.5.5.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄκηπος, -ον) κῆπος
αυτός που δεν έχει κήπο
αρχ.
φρ. «κῆπος ἄκηπος», κήπος που δεν αποδίδει καρπούς (πρβλ. «δώρο άδωρο»).