άκροτος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄκροτος, -ον)
αυτός που δεν παράγει κρότο, αθόρυβος, ακράτητος
άρχ. αυτός που δεν χειροκροτήθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + κρότος.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροτία].