ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple
-η, -ο (Α ἀθόρυβος, -ον) θόρυβοςαυτός που δεν προξενεί θόρυβο ή φασαρία, ο ήσυχοςνεοελλ.αυτός που δεν προκαλεί θόρυβο γύρω από το όνομά του, που δεν θέλει να διαφημίζεται.