ακράτητος
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκράτητος, -ον) κρατῶ
1. αυτός που δεν είναι δυνατόν να περιοριστεί, να συγκρατηθεί
2. ακατάσχετος, βίαιος, ορμητικός
3. αχαλίνωτος, ανυπότακτος, αδάμαστος
αρχ.-μσν.
1. ο άπιαστος, ο αναφής
2. ο αήττητος.