άλιθος

Greek Monolingual

ἄλιθος, -ον (Α) λίθος
1. (για εδάφη, γαίες) ο μη πετρώδης
2. αυτός που δεν περιέχει πέτρες
3. (για κοσμήματα) που δεν είναι ποικιλμένος με πολύτιμους λίθους
4. που δεν πάσχει από λιθίαση.