ἄλιθος
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ἄλιθον,
A without stones, not stony, of lands, X.An.6.4.5.
II without a stone set in it, of a ring, Poll.7.179.
III free from the stone, as disease, Aret.CD2.3.
Spanish (DGE)
-ον
1 carente de piedras ὄρος X.An.6.4.5, cf. Poll.1.186
•no terroso, no mezclado con arenilla o tierra χύλισμα (τῆς ἀλόης) Dsc.3.21.2, de plantas, Dsc.3.84.1, Gal.12.189.
2 que carece de piedra preciosa de un anillo, Poll.7.179.
3 medic. que no padece mal de piedra Aret.CD 2.3.2.
German (Pape)
[Seite 96] ohne Steine, ὄρος Xen. An. 6, 3, 5 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans pierres, non pierreux.
Étymologie: ἀ, λίθος.
Russian (Dvoretsky)
ἄλῐθος: не каменистый (ὄρος γεῶδες καὶ ἄλιθον Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄλιθος: -ον, ἄνευ λίθων, ὁ οὐχὶ πετρώδης, ἐπὶ γαιῶν, Ξεν. Ἀν. 6.4, 5. ΙΙ. ὁ μὴ ἔχων λίθον ἐντεθειμένον, ἐπὶ δακτυλίου, Πολυδ. 7. 179. ΙΙΙ. ὁ μὴ πάσχων ἐκ λιθιάσεως, Ἀρεταῖος Θεραπ. Χρ. Νούσ. 2. 3.
Greek Monolingual
ἄλιθος, -ον (Α) λίθος
1. (για εδάφη, γαίες) ο μη πετρώδης
2. αυτός που δεν περιέχει πέτρες
3. (για κοσμήματα) που δεν είναι ποικιλμένος με πολύτιμους λίθους
4. που δεν πάσχει από λιθίαση.
Greek Monotonic
ἄλῐθος: -ον, μη βραχώδης, μη πετρώδης, λέγεται για τη στεριά, σε Ξεν.