ἄλιθος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλῐθος Medium diacritics: ἄλιθος Low diacritics: άλιθος Capitals: ΑΛΙΘΟΣ
Transliteration A: álithos Transliteration B: alithos Transliteration C: alithos Beta Code: a)/liqos

English (LSJ)

ἄλιθον,
A without stones, not stony, of lands, X.An.6.4.5.
II without a stone set in it, of a ring, Poll.7.179.
III free from the stone, as disease, Aret.CD2.3.

Spanish (DGE)

-ον
1 carente de piedras ὄρος X.An.6.4.5, cf. Poll.1.186
no terroso, no mezclado con arenilla o tierra χύλισμα (τῆς ἀλόης) Dsc.3.21.2, de plantas, Dsc.3.84.1, Gal.12.189.
2 que carece de piedra preciosa de un anillo, Poll.7.179.
3 medic. que no padece mal de piedra Aret.CD 2.3.2.

German (Pape)

[Seite 96] ohne Steine, ὄρος Xen. An. 6, 3, 5 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans pierres, non pierreux.
Étymologie: , λίθος.

Russian (Dvoretsky)

ἄλῐθος: не каменистый (ὄρος γεῶδες καὶ ἄλιθον Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄλιθος: -ον, ἄνευ λίθων, ὁ οὐχὶ πετρώδης, ἐπὶ γαιῶν, Ξεν. Ἀν. 6.4, 5. ΙΙ. ὁ μὴ ἔχων λίθον ἐντεθειμένον, ἐπὶ δακτυλίου, Πολυδ. 7. 179. ΙΙΙ. ὁ μὴ πάσχων ἐκ λιθιάσεως, Ἀρεταῖος Θεραπ. Χρ. Νούσ. 2. 3.

Greek Monolingual

ἄλιθος, -ον (Α) λίθος
1. (για εδάφη, γαίες) ο μη πετρώδης
2. αυτός που δεν περιέχει πέτρες
3. (για κοσμήματα) που δεν είναι ποικιλμένος με πολύτιμους λίθους
4. που δεν πάσχει από λιθίαση.

Greek Monotonic

ἄλῐθος: -ον, μη βραχώδης, μη πετρώδης, λέγεται για τη στεριά, σε Ξεν.

Middle Liddell

without stones, not stony, of land, Xen.