λιθίαση
From LSJ
Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit
Greek Monolingual
η (AM λιθίασις, -εως Α ιων. γεν. -ιος) λιθιώ
νεοελλ.
ιατρ. ο σχηματισμός λίθων σε διάφορα κοίλα όργανα του σώματος
μσν.-αρχ.
νόσος της ουροδόχου κύστεως κατά την οποία σχηματίζεται πέτρα, με αποτέλεσμα την παρακώλυση της έκκρισης ούρων
αρχ.
τύλωμα του εσωτερικού τών βλεφάρων.