άλικος
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που έχει βαθύ κόκκινο χρώμα, ο κατακόκκινος
2. αυτός που έχει ανοιχτό κόκκινο χρώμα, κοκκινόχρωμος, κοκκινωπός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τουρκ. al «κόκκινος» + παραγ. κατάλ. -ικος].
-η, -ο
1. αυτός που έχει βαθύ κόκκινο χρώμα, ο κατακόκκινος
2. αυτός που έχει ανοιχτό κόκκινο χρώμα, κοκκινόχρωμος, κοκκινωπός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τουρκ. al «κόκκινος» + παραγ. κατάλ. -ικος].