άντυτος

Greek Monolingual

-η, -ο
1. γυμνός
2. ατημέλητος, άκομψα ντυμένος
3. αυτός που δεν φοράει το καθιερωμένο για μια περίπτωση ένδυμα
4. (για βιβλίο) άδετος.