άδετος

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

{{grml |mltxt=-η, -ο (Α ἄδετος, -ον) [[δέω, δένω
αυτός που δεν έχει μπει σε δεσμά, λυτός, ελεύθερος
νεοελλ.
1. (για βιβλία) άρραφος, που δεν βιβλιοδετήθηκε, ο μη σταχωμένος
2. (για πολύτιμους λίθους) που δεν προσαρμόστηκε σε κόσμημα
3. (για καρπούς) που δεν σχηματίστηκε ακόμη από το άνθος
4. (για πρόσωπα) που δεν αναπτύχθηκε τελείως σωματικά
5. (για υγρά και κυρίως για το σιρόπι) που δεν έπηξε μετά από συνεχή βρασμό
6. (για νεόνυμφο) αυτός ο οποίος δεν έχει δεθεί με γήτεμα, που να του στερεί την ικανότητα στα συζυγικά καθήκοντα. }}