άπλοος

Greek Monolingual

ἄπλοος, -ον κ. ἄπλους, -ουν (Α)
1. (για πλοία) αυτός που είναι ακατάλληλος για πλουν
2. (για τη θάλασσα) αυτή στην οποία δεν μπορεί να πλεύσει κανείς.